- προδιοικώ
- -έω, Α1. διευθετώ, ρυθμίζω, τακτοποιώ προηγουμένως κάτι («ἡτοίμαστω δ' αὐτοῑς τοῡτο τὸ προβούλευμα καὶ προδιῴκητο», Δημοσθ.)2. (σχετικά με τροφή) χωνεύω προηγουμένως («σιτία προδιωκημένα», Αντυλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διοικῶ «διευθετώ, (σχετικά με τροφή) χωνεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.